03/12/2012
Λίγες ώρες μετά τον θάνατο του Χρόνη Μίσσιου, ο Γιάννης Παπανικολάου μάζεψε από το διαδίκτυο μηνύματα που απευθύνονταν στον συγγραφέα. Σε μεγάλο μέρος τους πρόκειται για επιλεγμένα από τους αναγνώστες του κείμενα και σχόλια πάνω σε αυτά. Όπως σημειώνει ο Γιάννης, κάποια από αυτά τα είχε δει φέτος το Πάσχα, χαμογελούσε… συγκινήθηκε.
Ο τίτλος είναι από ένα μήνυμα που στάλθηκε από τον Σταύρο Νταρίδη μετά την αναγγελία του θανάτου του και λέει «τώρα που φεύγεις έχει λιομάζωμα, παππού, και θέλει χέρια!».
«Πολλές φορές είναι γλυκύτερο να προσδοκάς τον έρωτα, παρά να τον ζεις. Κοίτα με πόση ομορφιά μάς πλούτισε η γνωριμία μας. Σου “δωσα το γάλα της ψυχής μου, μου “δωσες τον πόνο σου, αγάπη. Ένα πάρε-δώσε σε πεδία όπου οι άγνωστες επικοινωνίες ήταν κομμένες και μας ένωσαν τα αιώνια και άγνωστα. Εκείνοι οι γαλαξίες συναισθημάτων που κάθε φορά είναι παρθένα». Από «Το κλειδί είναι κάτω από το γεράνι», σελίδα 209.
Nikolas Eleftheriou μπορώ να καταλάβω ακριβώς τι εννοεί… μου αρέσει πολύ που το βλέπω γραμμένο…
Οι πολιτισμένοι άνθρωποι περπατάνε για άσκηση πια, όχι από ανάγκη εκεί που συζεί, που δένεται το κορμί με την πλάση. Αντί να σκύψεις να μυρίσεις ένα λουλούδι ή να σκαλίσεις τη γη, κάνεις επικύψεις σαν μαλάκας μέσα σ” ένα κουτί από μπετόν ή… τρέχεις πάνω σ” ένα σταματημένο ποδήλατο. Από «Το κλειδί είναι κάτω από το γεράνι», σελ. 7.
Babis Chalkidis Χρόνη είσαι απίστευτα πιστευτός!
Haritini Kyriakidou «Το κλειδί είναι κάτω απ” το γεράνι» το διάβασα στα 20 και θεωρώ ότι έχεις, Χρόνη, πνεύμα ελεύθερο κι αισιόδοξο που κανείς 20άρης δεν έχει…
Όμορφο, απλά όμορφο.
«Διαμέρισμα θέλαμε, βλέπεις: σαρκοφάγος – πού να σεργιανίσει ο νους;»
Από τα «Κεραμίδια στάζουν», σελ. 190.
«Και την ιστορία την πουτάνα έτσι τη γράφουνε, και οι αστοί και οι κομμουνιστές: οριζόντια, ισόπεδη. Μιλάνε για λαούς, μιλάνε για μάζες, κανένας απ‘ αυτούς δεν μπόρεσε ποτέ να νιώσει την ένταση, το πάθος, την κορύφωση και την πτώση κόσμων ολόκληρων σε ένα μονάχα 24ωρο από τη ζωή του επαναστάτη. Ξέρουν γράμματα, διαβάζουν, γράφουν και δεν κατάλαβαν ποτέ πως ο κάθε άνθρωπος είναι ένας κόσμος ολόκληρος, είναι μια ολόκληρη ιστορία… Δεν ξέρω, αλλά νομίζω πως όταν ο άνθρωπος ξανακαταχτήσει την ανθρωπιά του, όταν ξαναρχίσει να δημιουργεί ανθρώπινο πολιτισμό, να γράφει πια την ιστορία κάθετα, όχι για λαούς και μάζες, αλλά για τον Παύλο, για τη Ρηνιώ, για την Ελένη, για το μαστρο-Στέφανο… τότε μονάχα οι άνθρωποι θα ξέρουν τι κοστίζει η ιστορία, τι κοστίζει η συμμετοχή, τι θα πει η φράση ‘εκατό χιλιάδες νεκροί’ ή ‘βασανίζεται ένας άνθρωπος σε κάποια ασφάλεια’.»
Από το «Καλά, εσύ σκοτώθηκες νωρίς…»
Ελένη Σταυρακάκη Πόσο ανακουφίζομαι που υπάρχεις, σ’ ευχαριστώ…!!!
Κι εγώ, κρεμασμένος στην ανάγκη μιας άλλης λέξης που περιμένω -αφού τα χέρια μου τέλειωσαν- θα κρατιέμαι με τα δόντια για να μην πέσω στα ανοιχτά σαγόνια… μιας απελπιστικά οργανωμένης ομοιότητας…
Από τα «Κεραμίδια στάζουν», σελ. 195.
«Θα “θελα ο έρωτάς μας να πεθάνει από γηρατειά, όχι από ατύχημα πρωινού, ζήλειας, συζυγικής στέγης, μοιχείας… Τότε θα “ταν ο θάνατος ενός ολόκληρου κόσμου, αφού πρόωρα θα μας στερούσε από λέξεις χαϊδευτικές, από χειρονομίες βαθιές στην άγνωστη γλύκα του κορμιού μας, από καμπύλες, από κοίλα, από τόξα, από πτυχώσεις βαθιές, γεμάτες οσμές περιπέτειας και αγνώστου, από εναγώνιες εκκλήσεις, επικλήσεις, επιστολές, από τρυφερές αναμονές και αιώνιες φωτογραφίες σε τρυφερές στάσεις… Μα είπαμε, ο έρωτας που μένει μέσα μας είναι ταξιδευτής. Δεν εξαντλεί το τοπίο…»
Από τα «Κεραμίδια στάζουν», σελ. 160.
«Κανένας κριτικός τέχνης δεν κατάλαβε πως ο Λεονάρντο Ντα Βίντσι, μ” αυτό το χαμόγελο της δυσκοίλιας νοικοκυράς, ήθελε να καταγγείλει την υποταγή της γυναίκας στους φαλλοκράτες, σ” αυτή την πουτάνα την πατριαρχία, που όχι μονάχα έκανε τον έρωτα τεκνοποίηση, αλλά αποστέρησε από την εξέλιξη της ανθρωπότητας τη συμβολή του πιο άγιου πλάσματος της φύσης, του θηλυκού: μήτρα ζωής, τρυφερότητας κι αγάπης, παιδεία ζωής. Ξεχάσανε πως οι άντρες είναι τα παιδιά των γυναικών…»
Από τα «Κεραμίδια στάζουν», σελ. 141, 142.
«Το κακό είναι ότι το προϊόν ‘άνθρωπος’ γίνεται ολοένα και μη ανακυκλώσιμο στη φύση. Συνεπώς, όσο το νόημα της ζωής μας θα αρχίζει και θα εξαντλείται στον άνθρωπο, ο συναισθηματικός του κόσμος θα μετατρέπεται σε προϊόν…»
Από τα «Κεραμίδια στάζουν», σελ. 127.
Andreas Evlavis Δυστυχώς πέρα από το ότι γίνεται μη ανακυκλώσιμος με την προκλητική του συμπεριφορά απέναντι στη ΦΥΣΗ, ευθύνεται για όλα όσα φοβερά βιώνουμε καθημερινά !!! μέσα σε λιγότερο από 200 χρόνια ο άνθρωπος κατάφερε να ανατρέψει την ισορροπία εκατομμυρίων χρόνων…
«Ποιος θα μας προστατέψει από την ενοχή, τον πόνο, τη ζήλεια, από τη μοναξιά;
Κανείς. Απλώς να καταλάβουμε ότι αυτά τα συναισθήματα είναι η ζωή, όταν σαν αντίτιμο έχουν τη χαρά, τη δημιουργία, την απόλαυση, την αποπλάνηση… Αλλιώς, ποια δυνατότητα διάκρισης θα είχαμε; Η ισότητα των συναισθημάτων είναι ο θάνατός τους.»
Από τα «Κεραμίδια στάζουν», σελ. 126.
«Ζωή χωρίς αμαρτία είναι ζωή… εν τάφω. Γιατί η αμαρτία είναι ο μπούσουλας, η μουσούδα της ζωής που ψάχνει να βρει την έκπληξη, την περιπέτεια της χαράς και της αγάπης, κι ύστερα, σαν δεν υπάρξει η αμαρτία, πώς θα υπάρξει η γλυκιά συγχώρεση;
Η μεγαλύτερη αμαρτία είναι να μην κάνεις αμαρτία στη ζωή σου, να μην κοσμήσεις την πλάση με τις κρυφές επιθυμίες και τα μεράκια σου. Δεν υπάρχει αμαρτία, μόνο ύβρις υπάρχει, κι απ” αυτήν είναι αβάσταχτα φορτωμένη η κάθε μέρα του ανθρώπου».
Από το «Κλειδί είναι κάτω από το γεράνι», σελ. 49.
«Όταν ήμασταν ακόμα στα κελιά των μελλοθανάτων, στο Γεντί Κουλέ, εγώ με το Βαριά μέναμε στο τέταρτο κελί… Κάθε βράδυ εκείνο το ‘γεια σας, αδέρφια’ σου “σφιγγε την καρδιά στη μέγγενη και το πρωί στη θέση του συντρόφου σου έβλεπες ένα μπογαλάκι ρούχα. Τόσο έρημα, τόσο μόνα… Δεν υπάρχει πιο πικρή, πιο αδυσώπητη μοναξιά απ” αυτόν το μικρό σωρό ρούχων και αντικειμένων του εκτελεσμένου μπροστά στην πόρτα της φυλακής… Αυτήν την εικόνα θα την κουβαλάω για πολλά χρόνια στους εφιάλτες μου…»
Από το «Καλά, εσύ σκοτώθηκες νωρίς».
«Τι πανηγύρι ζωής ανθίζει κάθε μέρα στο μονοπάτι σου, ήλιε μου, και πόσο εύκολα, ασυλλόγιστα και επικίνδυνα για την υπόλοιπη ζωή μας σπαταλάμε τη μέρα μας!»
Από «Το κλειδί είναι κάτω από το γεράνι», σελ. 269.
Dominiki Peftitseli Χαμογέλα ρε… τι σου ζητάνε??? …ποοολύ μου άρεσε!
Δε μπορούσα να το σταματήσω, γιατί ήταν σα να μην υπήρχε τελεία πουθενά!!!
«Κι αυτό βέβαια δεν έχει καμιά σχέση με τους πολιτικούς και τις εξουσίες που ισχυρίζονται πως είναι κομμουνιστές. Είναι προσωπική μου υπόθεση, καταλάβατε; Για μένα, κομμουνισμός είναι η ευτοπία, η ηπιότητα, το χαμόγελο, ο έρωτας, η χαρά, η αρμονία, η απελευθέρωση του πάθους και των αισθήσεων. Ναι, προσπαθώ να γίνω κομμουνιστής. Δε ζητώ καμιά περιουσία, παρά μόνο αυτήν της ύπαρξής μου, να βιώσω. Δεν έχω άλλη λέξη, δυστυχώς. Βλέπετε, οι λέξεις ζούνε περισσότερο από τις ιδεολογίες. Μένουν πίσω, όπως εραστές που δεν έφτασαν ποτέ σε οργασμό. Το ξέρω πως είναι δύσκολο, ώστε για το μόνο που φοβάμαι το θάνατο, είναι μη και δεν προλάβω να φτάσω τη στιγμή που θα νιώσω μέσα στον κόσμο γυμνός, λεύτερος και καλός, έτσι όπως με συνέλαβε στη σπαραγμένη από τον έρωτα μήτρα της η μάνα μου, πριν ακόμα με φορτώσει με τις δουλείες της κοινωνικής της ύπαρξης...»
Από τα «Κεραμίδια στάζουν», σελ. 21-22.
AndreasPan. ΔΑΣΚΑΛΟΣ!! μέσα στο καλοκαίρι κατάφερα και διάβασα 2 βιβλία του και τώρα ξεκινώ το τρίτο!! Μακάρι να μας τον μάθαιναν από το δημοτικό!
StellinaDedi Καλοκαίρι, μεσημέρι, ο ήχος από το τραγούδι των τζιτζικιών και εγώ κάτω από ένα πεύκο να διαβάζω «Το κλειδί είναι κάτω από το γεράνι»! εκείνο το μεσημέρι ήταν ένα από τα πιο όμορφα των καλοκαιριών της ζωής μου!
«Δεν λυπάμαι που πεθαίνω. Για το μόνο πράγμα που λυπάμαι είναι ότι πεθαίνω μετά το θάνατο του ονείρου» γράφει ο Χρόνης Μίσσιος λίγο πριν από το τέλος του «Καλά, εσύ σκοτώθηκες νωρίς».
«Υπάρχουν οπαδοί, υπάρχουν υποτελείς, αλλά δεν υπάρχουν πολίτες» Xρόνης Μίσσιος.
Βίκυ Σπηλιοπούλου αρχίζω να πιστεύω ότι έχεις δίκιο και φοβάμαι…
SteliosAnagnostopoulos Μεγάλωσα με τον Μίσσιο. Τον διάβασα, τον (πιστεύω) κατανόησα. Είδα αυτό που λέμε Άνθρωπο. Αυτό που επιδιώκουμε να γίνουμε κάθε μέρα ανεπιτυχώς. Θυμάμαι μια φορά στον στρατό, εκτελούσα χρέη θαλαμοφύλακα και ξαναδιάβαζα το «Καλά, εσύ σκοτώθηκες νωρίς». Έρχεται ένας καραβανάς, το βλέπει (για να είμαι πιο ακριβής είδε την φωτογραφία του Μίσσιου στο οπισθόφυλλο) και άρχισε τα εμφυλιακά του σχολιάκια… Όπως και να “χει με γαλούχησε πολιτικά. Να είναι πάντα καλά.
ΓΙΩΡΓΟΣ ΛΟΥΠΑΣ Το «Καλά, εσύ σκοτώθηκες νωρίς» μάς ξυπνά συγκινήσεις, σ” εμένα τουλάχιστον… πρέπει να το διάβασα πάνω από τριάντα φορές!
Tzermias Konstantinos ΟΤΑΝ ΔΙΑΒΑΣΑ ΤΟ «ΚΑΛΑ…ΕΣΥ ΣΚΟΤΩΘΗΚΕΣ ΝΩΡΙΣ» ΕΜΑΘΑ ΑΥΤΑ ΠΟΥ ΛΕΣ, ΑΛΛΑ ΚΑΙ ΤΟ «ΠΩΣ» ΤΑ ΛΕΣ. ΣΗΜΑΝΤΙΚΗ ΣΤΙΓΜΗ ΣΤΑ 25 ΜΟΥ Η ΣΥΝΑΝΤΗΣΗ ΜΕ ΤΟ ΕΡΓΟ ΣΟΥ. ΣΤΑΥΡΟΔΡΟΜΙ.
Sarantis DontisΚύριε Χρόνη, διάβασα το «Καλά, εσύ σκοτώθηκες νωρίς» πριν από 26-27 χρόνια, δεν θυμάμαι ακριβώς, όταν το είδα στο σπίτι ενός φίλου του πατέρα μου. Το αγόρασα για να το έχω και εγώ στη βιβλιοθήκη μου και αργότερα διάβασα και άλλα βιβλία σας. Είναι όλα συγκλονιστικά. Όμως το πρώτο σας βιβλίο θα μείνει χαραγμένο για πάντα…
Κλημης Αγαπογλου Κύριε Χρόνη χαίρομαι πολύ που μου δίνεται η ευκαιρία, έστω και με αυτό τον τρόπο, να επικοινωνήσω μαζί σας. Τα βιβλία σας το ένα μετά το άλλο αποτέλεσαν, για την κοιμισμένη μου συνείδηση, ένα δυνατό ξυπνητήρι που σε βάζει μπροστά στον πρωινό ήλιο με τα χρώματα και αρώματα του και εκεί μένεις πάντα έκθαμβος. Σας ευχαριστώ για ό,τι κάνατε για μένα, σας θαυμάζω απεριόριστα.
Andreas Kammenos Δε συμφωνώ πολιτικά μαζί σου, τα βιβλία σου όμως στάθηκαν πολλές φορές φάροι στο δρόμο που πορεύτηκα. Σ” ευχαριστώ!
«Μόνο όταν ο θάνατος χτυπήσει κάποιο αγαπημένο μας πρόσωπο πονάμε, γιατί συνήθως σκεφτόμαστε πως θέλαμε να του πούμε τόσα σημαντικά πράγματα, όπως πόσο τον αγαπούσαμε, πόσο σημαντικός ήταν για εμάς… Όμως το αφήσαμε για αύριο… Για να πάμε πού; Αφού ανατέλλει, δύει ο ήλιος και δεν πάμε πουθενά αλλού, παρά μόνο στο θάνατο, και μεις οι μαλάκες, αντί να κλαίμε το δειλινό που χάθηκε άλλη μια μέρα απ” τη ζωή μας, χαιρόμαστε. Ξέρεις γιατί; Γιατί η μέρα μας είναι φορτωμένη με οδύνη, αντί να είναι μια περιπέτεια, μια σύγκρουση με τα όρια της ελευθερίας μας. Την καταντήσαμε έναν καθημερινό, χωρίς καμία ελπίδα ανάστασης, θάνατο, διότι αυτός είναι ο θάνατος. Ο άλλος, όταν γεράσουμε σε αρμονία και ελευθερία με τον εαυτό μας, όταν δηλαδή παραμείνουμε εμείς, δεν είναι θάνατος, είναι μετάβαση, είναι διάσπαση σε μύριες άλλες ζωές, στις οποίες, αν εδώ, σε τούτη τη μορφή ζωής είσαι ζωντανός, αν δε δολοφονήσεις την ουσία σου, εκεί θα δώσεις χάρη και ομορφιά, όπως η Μαρία που φούνταρε προχτές από την ταράτσα για να μην πεθάνει. Ήρθανε να την πάρουν και η Μαρία είπε το όχι με τον πιο αμετάκλητο τρόπο. Πήγαμε στην κηδεία της και τι άκουσα τον παπά να λέει: «Χους ει και εις χουν απελεύσει». Και τότε κατάλαβα πως η Μαρία σώθηκε. Του χρόνου, όλα τα στοιχεία της, που τα κράτησε ζωντανά σε τούτη τη μορφή ζωής, θα γίνουν πανσέδες, δέντρα, πουλιά, ποτάμια …»
Χρόνης Μίσσιος, «Χαμογέλα, ρε… Τι σου ζητάνε;»
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου