Χρόνης Μίσσιος, συγγραφέας, αντιστασιακός, αγωνιστής και ίσως
ο πρώτος ακτιβιστής στην Ελλάδα υπέρ της ολιστικής οικολογικής φιλοσοφίας.
Γράφει η Αιμιλία Πανταζή
Οι γονείς του, καπνεργάτες στην Καβάλα. Τα παιδικά του χρόνια ο Χρόνης Μϊσσιος τα έζησε στην Ποταμούδια, μια προσφυγική γειτονιά.
Οικογενειακώς καταφεύγουν στη Θεσσαλονίκη - ήταν η περίοδος της δικτατορίας του Μεταξά.
Η ανάγκη επιβίωσης, τον αναγκάζει να σταματήσει το σχολείο στη δευτέρα δημοτικού και να γίνει ένας μικρός μικροπωλητής, περιφερόμενος στο λιμάνι με το κασελάκι του.
Στην Κατοχή, στέλνεται από τον Ερυθρό Σταυρό μαζί με άλλα παιδιά στα Γιαννιτσά για να μην πεθάνουν από την πείνα.
Μπαίνει στους κύκλους της Εθνικής Αντίστασης. Έρχεται η απελευθέρωση, επιστρέφει στην πόλη της Θεσσαλονίκης και εντάσσεται στον Δημοκρατικό Στρατό Πόλεων.
Τα χρόνια του ξοδεύτηκαν σε φυλακές και εξορίες ως πολιτικός κρατούμενος.
Συλλαμβάνεται το 1947. Βασανίζεται ανελέητα. Φυλακίζεται ως το 1953. Εννιά μήνες ζούσε περιμένοντας να πραγματοποιηθεί η καταδίκη του σε θάνατο. Γλίτωσε χάρη σ’ένα τυχαίο γεγονός.
Από το 1962 έζησε εξόριστος στη Μακρόνησο και τον Αϊ-Στράτη. Ένα μόνο "διάλειμμα" ελευθερίας, μεταξύ 1962 και 1967, τον βρίσκει στέλεχος της νεολαίας της ΕΔΑ, μέλος της πενταμελούς γραμματείας της Δ.Ν. Λαμπράκη και, στη συνέχεια, ιδρυτικό μέλος του ΠΑΜ.
Στις φυλακές Αβέρωφ, Κέρκυρας, Κορυδαλλού πέρασε και το μεγαλύτερο διάστημα της απριλιανής δικτατορίας.
Αποφυλακίζεται (αμνηστία του Παπαδόπουλου) τον Αύγουστο του 1973.
Στις φυλακές έμαθε και γράμματα.
Στα 55 του χρόνια εκδόθηκε το πρώτο του βιβλίο «Καλά, εσύ σκοτώθηκες νωρίς…» (Γράμματα) για να βρεθεί "τόπος" να χωρέσουν τα βιώματά του. Η επίπονη πολιτική του εμπειρία μετουσιώθηκε σε ζωντανό λογοτεχνικό μύθο, καταγγέλλοντας βασανιστήρια, βασανιστές, κομματικούς γραφειοκράτες της Αριστεράς και τον δογματισμό τους. Η γραφή του μέσα από συνειρμούς, λαϊκές εκφράσεις και μυθιστορηματική πλοκή πλησίασε καταλυτικά αναγνώστες και κριτικούς που τον καθιέρωσαν ως συγγραφέα στη συνείδησή τους.
Την ίδια επιτυχή ανταπόκριση συνάντησε και το δεύτερο βιβλίο του «Χαμογέλα, ρε… τι σου ζητάνε;» (Γράμματα, 1988).
Κατέφθασαν κι άλλες λογοτεχνικές γέννες στην πορεία του χρόνου. «Τα κεραμίδια στάζουν» (1991), «Το κλειδί είναι κάτω από το γεράνι» (1996), «Ντομάτα με γεύση μπανάνας» (2001).
Τα έργα του διαπνέει ένα καθάριο ανθρωπιστικό μήνυμα, που παρά τη σκληρότητα της πραγματικότητας που απεικονίζει, ο συγγραφέας δεν παραλείπει να τονίσει έντονα τη δύναμη της αισιοδοξίας και την πίστη στις δημιουργικές δυνάμεις του ανθρώπου να ζήσει ελεύθερα και δημοκρατικά.
Η συμμετοχή του Χρόνη Μίσσιου σε διάφορες ενέργειες προστασίας του περιβάλλοντος, όπως οι τηλεοπτικές εκπομπές που πραγματοποίησε με θέμα την προστασία της ελληνικής πανίδας. δείχνουν πως πίστευε βαθιά όσα προασπιζόταν. Κι αυτό το υπόγραψε και με τον τρόπο που επέλεξε να ζήσει και τα τελευταία χρόνια της ζωής του.
Σ' ένα αγροτόσπιτο στο Καπανδρίτι, με τη σύντροφό του Ρηνιώ και τα σκυλιά τους, ο Χρόνης Μίσσιος εμπνεόταν Ζωή κοντά στη φύση που τόσο υπερασπιζόταν και θεωρούσε μοναδική λύση για τα πιο ουσιαστικά προβλήματα του ανθρώπινου γένους.
«Τα προβλήματα που δημιουργεί η ανθρώπινη δραστηριότητα στον πλανήτη δεν είναι δυνατόν να τα αντιμετωπίσουμε με την τεχνοκρατική λογική μας. Μόνο με την αυτογνωσία της ύπαρξής μας και την συμφιλίωση μας με αυτό τον υπέροχο αινιγματικό κόσμο που μας γέννησε, μπορούμε να αλλάξουμε την πορεία μας. Χρειάζεται άλλη φιλοσοφία, άλλη ιεράρχηση των αξιών μας.»
Πιστεύοντας ως το τέλος στο αλάθητο μιας μαργαρίτας, άφησε την τελευταία του πνοή σε ηλικία 82 ετών σε ιδιωτικό νοσηλευτήριο της Αθήνας, στις 20 Νοεμβρίου 2012, ύστερα από πολύχρονη "πάλη" με τον καρκίνο.
_____________
I really liked your Information. Keep up the good work. ελλαδα ειδησεισ σημερα
ΑπάντησηΔιαγραφή