~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~
.............................Σελίδες -για τη ζωή, το έργο, του στοχαστή, οραματιστή και συγγραφέα Χρόνη Μίσσιου- του περιοδικού "Ύφος"......
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~
Χρόνης Μίσσιος, «Χαμογέλα, ρε… Τι σου ζητάνε;»
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~
................"O άνθρωπος πρέπει κάθε μέρα ν'ακούει ένα γλυκό τραγούδι, να διαβάζει ένα ωραίο ποίημα, να βλέπει μια ωραία εικόνα και, αν είναι δυνατόν, να διατυπώνει μερικές ιδέες. Αλλιώτικα χάνει το αίσθημα του καλού και την τάση προς αυτό...". Γκαίτε
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~
.............................

Δευτέρα 26 Οκτωβρίου 2015

Χρόνης Μϊσσιος: «Το αλάθητο μιας μαργαρίτας»



Χρόνης Μίσσιος, συγγραφέας, αντιστασιακός, αγωνιστής και ίσως
 ο πρώτος ακτιβιστής στην Ελλάδα υπέρ της ολιστικής οικολογικής φιλοσοφίας.


Γράφει η Αιμιλία Πανταζή

Οι γονείς του, καπνεργάτες στην Καβάλα. Τα παιδικά του χρόνια ο Χρόνης Μϊσσιος τα έζησε στην Ποταμούδια, μια προσφυγική γειτονιά. 
Οικογενειακώς καταφεύγουν στη Θεσσαλονίκη - ήταν η περίοδος της δικτατορίας του Μεταξά.

Η ανάγκη επιβίωσης, τον αναγκάζει να σταματήσει το σχολείο στη δευτέρα δημοτικού και να γίνει ένας μικρός μικροπωλητής, περιφερόμενος στο λιμάνι με το κασελάκι του.

Στην Κατοχή,  στέλνεται από τον Ερυθρό Σταυρό μαζί με άλλα παιδιά στα Γιαννιτσά για να μην πεθάνουν από την πείνα.

Μπαίνει στους κύκλους της Εθνικής Αντίστασης. Έρχεται η απελευθέρωση, επιστρέφει στην πόλη της Θεσσαλονίκης και εντάσσεται στον Δημοκρατικό Στρατό Πόλεων. 

Τα χρόνια του ξοδεύτηκαν σε φυλακές και εξορίες ως πολιτικός κρατούμενος.

Συλλαμβάνεται το 1947. Βασανίζεται ανελέητα. Φυλακίζεται ως το 1953. Εννιά μήνες ζούσε περιμένοντας να πραγματοποιηθεί η καταδίκη του σε θάνατο. Γλίτωσε χάρη σ’ένα τυχαίο γεγονός. 

Από το 1962 έζησε εξόριστος στη Μακρόνησο και τον Αϊ-Στράτη. Ένα μόνο "διάλειμμα" ελευθερίας, μεταξύ 1962 και 1967, τον βρίσκει στέλεχος της νεολαίας της ΕΔΑ, μέλος της πενταμελούς γραμματείας της Δ.Ν. Λαμπράκη και, στη συνέχεια, ιδρυτικό μέλος του ΠΑΜ.

Στις φυλακές Αβέρωφ, Κέρκυρας, Κορυδαλλού πέρασε και το μεγαλύτερο διάστημα της απριλιανής δικτατορίας.
Αποφυλακίζεται (αμνηστία του Παπαδόπουλου) τον Αύγουστο του 1973.

Στις φυλακές έμαθε και γράμματα.

Στα 55 του χρόνια εκδόθηκε το πρώτο του βιβλίο  «Καλά, εσύ σκοτώθηκες νωρίς…» (Γράμματα) για να βρεθεί "τόπος" να χωρέσουν τα βιώματά του. Η επίπονη πολιτική του εμπειρία μετουσιώθηκε σε ζωντανό λογοτεχνικό μύθο, καταγγέλλοντας βασανιστήρια, βασανιστές, κομματικούς γραφειοκράτες της Αριστεράς και τον δογματισμό τους. Η γραφή του μέσα από συνειρμούς, λαϊκές εκφράσεις και μυθιστορηματική πλοκή πλησίασε καταλυτικά αναγνώστες και κριτικούς που τον καθιέρωσαν ως συγγραφέα στη συνείδησή τους.

Την ίδια επιτυχή ανταπόκριση συνάντησε και το δεύτερο βιβλίο του «Χαμογέλα, ρε… τι σου ζητάνε;» (Γράμματα, 1988).



Κατέφθασαν κι άλλες λογοτεχνικές γέννες στην πορεία του χρόνου. «Τα κεραμίδια στάζουν» (1991), «Το κλειδί είναι κάτω από το γεράνι» (1996), «Ντομάτα με γεύση μπανάνας» (2001).
Τα έργα του διαπνέει ένα καθάριο ανθρωπιστικό μήνυμα, που παρά τη σκληρότητα της πραγματικότητας που απεικονίζει, ο συγγραφέας δεν παραλείπει να τονίσει έντονα τη δύναμη της αισιοδοξίας και την πίστη στις δημιουργικές δυνάμεις του ανθρώπου να ζήσει ελεύθερα και δημοκρατικά.
Η συμμετοχή του Χρόνη Μίσσιου σε διάφορες ενέργειες προστασίας του περιβάλλοντος, όπως οι τηλεοπτικές εκπομπές που πραγματοποίησε με θέμα την προστασία της ελληνικής πανίδας. δείχνουν πως πίστευε βαθιά όσα προασπιζόταν. Κι αυτό το υπόγραψε και με τον τρόπο που επέλεξε να ζήσει και τα τελευταία χρόνια της ζωής του.
Σ' ένα αγροτόσπιτο στο Καπανδρίτι, με τη σύντροφό του Ρηνιώ και τα σκυλιά τους, ο Χρόνης Μίσσιος εμπνεόταν Ζωή κοντά στη φύση που τόσο υπερασπιζόταν και θεωρούσε μοναδική λύση για τα πιο ουσιαστικά προβλήματα του ανθρώπινου γένους.




«Τα προβλήματα που δημιουργεί η ανθρώπινη δραστηριότητα στον πλανήτη δεν είναι δυνατόν να τα αντιμετωπίσουμε με την τεχνοκρατική λογική μας. Μόνο με την αυτογνωσία της ύπαρξής μας και την συμφιλίωση μας με αυτό τον υπέροχο αινιγματικό κόσμο που μας γέννησε, μπορούμε να αλλάξουμε την πορεία μας. Χρειάζεται άλλη φιλοσοφία, άλλη ιεράρχηση των αξιών μας.»
Πιστεύοντας ως το τέλος στο αλάθητο μιας μαργαρίτας, άφησε την τελευταία του πνοή σε ηλικία 82 ετών σε ιδιωτικό νοσηλευτήριο της Αθήνας, στις 20 Νοεμβρίου 2012, ύστερα από πολύχρονη "πάλη" με τον καρκίνο.

_____________

Κυριακή 4 Οκτωβρίου 2015

Χρόνης Μίσσιος: «Το αλάθητο μιας μαργαρίτας»

POSTED BY PRESS WORKERS | ΚΥΡΙΑΚΉ, ΟΚΤΩΒΡΊΟΥ 04, 2015 | 


Χρόνης Μίσσιος, συγγραφέας, αντιστασιακός, αγωνιστής και ίσως ο πρώτος ακτιβιστής στην Ελλάδα υπέρ της ολιστικής οικολογικής φιλοσοφίας.





Γράφει η Αιμιλία Πανταζή

Οι γονείς του, καπνεργάτες στην Καβάλα. Τα παιδικά του χρόνια ο Χρόνης Μϊσσιος τα έζησε στην Ποταμούδια, μια προσφυγική γειτονιά. 
Οικογενειακώς καταφεύγουν στη Θεσσαλονίκη - ήταν η περίοδος της δικτατορίας του Μεταξά.
Η ανάγκη επιβίωσης, τον αναγκάζει να σταματήσει το σχολείο στη δευτέρα δημοτικού και να γίνει ένας μικρός μικροπωλητής, περιφερόμενος στο λιμάνι με το κασελάκι του.
Στην Κατοχή, στέλνεται από τον Ερυθρό Σταυρό μαζί με άλλα παιδιά στα Γιαννιτσά για να μην πεθάνουν από την πείνα.
Μπαίνει στους κύκλους της Εθνικής Αντίστασης. Έρχεται η απελευθέρωση, επιστρέφει στην πόλη της Θεσσαλονίκης και εντάσσεται στον Δημοκρατικό Στρατό Πόλεων. 
Τα χρόνια του ξοδεύτηκαν σε φυλακές και εξορίες ως πολιτικός κρατούμενος.
Συλλαμβάνεται το 1947. Βασανίζεται ανελέητα. Φυλακίζεται ως το 1953. Εννιά μήνες ζούσε περιμένοντας να πραγματοποιηθεί η καταδίκη του σε θάνατο. Γλίτωσε χάρη σ’ένα τυχαίο γεγονός.

Από το 1962 έζησε εξόριστος στη Μακρόνησο και τον Αϊ-Στράτη. Ένα μόνο "διάλειμμα" ελευθερίας, μεταξύ 1962 και 1967, τον βρίσκει στέλεχος της νεολαίας της ΕΔΑ, μέλος της πενταμελούς γραμματείας της Δ.Ν. Λαμπράκη και, στη συνέχεια, ιδρυτικό μέλος του ΠΑΜ.
Στις φυλακές Αβέρωφ, Κέρκυρας, Κορυδαλλού πέρασε και το μεγαλύτερο διάστημα της απριλιανής δικτατορίας.
Αποφυλακίζεται (αμνηστία του Παπαδόπουλου) τον Αύγουστο του 1973.
Στις φυλακές έμαθε και γράμματα.
Στα 55 του χρόνια εκδόθηκε το πρώτο του βιβλίο «Καλά, εσύ σκοτώθηκες νωρίς…» (Γράμματα) για να βρεθεί "τόπος" να χωρέσουν τα βιώματά του. Η επίπονη πολιτική του εμπειρία μετουσιώθηκε σε ζωντανό λογοτεχνικό μύθο, καταγγέλλοντας βασανιστήρια, βασανιστές, κομματικούς γραφειοκράτες της Αριστεράς και τον δογματισμό τους. Η γραφή του μέσα από συνειρμούς, λαϊκές εκφράσεις και μυθιστορηματική πλοκή πλησίασε καταλυτικά αναγνώστες και κριτικούς που τον καθιέρωσαν ως συγγραφέα στη συνείδησή τους.
Την ίδια επιτυχή ανταπόκριση συνάντησε και το δεύτερο βιβλίο του «Χαμογέλα, ρε… τι σου ζητάνε;» (Γράμματα, 1988).


Κατέφθασαν κι άλλες λογοτεχνικές γέννες στην πορεία του χρόνου. «Τα κεραμίδια στάζουν» (1991), «Το κλειδί είναι κάτω από το γεράνι» (1996), «Ντομάτα με γεύση μπανάνας» (2001).
Τα έργα του διαπνέει ένα καθάριο ανθρωπιστικό μήνυμα, που παρά τη σκληρότητα της πραγματικότητας που απεικονίζει, ο συγγραφέας δεν παραλείπει να τονίσει έντονα τη δύναμη της αισιοδοξίας και την πίστη στις δημιουργικές δυνάμεις του ανθρώπου να ζήσει ελεύθερα και δημοκρατικά.
Η συμμετοχή του Χρόνη Μίσσιου σε διάφορες ενέργειες προστασίας του περιβάλλοντος, όπως οι τηλεοπτικές εκπομπές που πραγματοποίησε με θέμα την προστασία της ελληνικής πανίδας. δείχνουν πως πίστευε βαθιά όσα προασπιζόταν. Κι αυτό το υπόγραψε και με τον τρόπο που επέλεξε να ζήσει και τα τελευταία χρόνια της ζωής του.
Σ' ένα αγροτόσπιτο στο Καπανδρίτι, με τη σύντροφό του Ρηνιώ και τα σκυλιά τους, ο Χρόνης Μίσσιος εμπνεόταν Ζωή κοντά στη φύση που τόσο υπερασπιζόταν και θεωρούσε μοναδική λύση για τα πιο ουσιαστικά προβλήματα του ανθρώπινου γένους.


«Τα προβλήματα που δημιουργεί η ανθρώπινη δραστηριότητα στον πλανήτη δεν είναι δυνατόν να τα αντιμετωπίσουμε με την τεχνοκρατική λογική μας. Μόνο με την αυτογνωσία της ύπαρξής μας και την συμφιλίωση μας με αυτό τον υπέροχο αινιγματικό κόσμο που μας γέννησε, μπορούμε να αλλάξουμε την πορεία μας. Χρειάζεται άλλη φιλοσοφία, άλλη ιεράρχηση των αξιών μας.»

Πιστεύοντας ως το τέλος στο αλάθητο μιας μαργαρίτας, άφησε την τελευταία του πνοή σε ηλικία 82 ετών σε ιδιωτικό νοσηλευτήριο της Αθήνας, στις 20 Νοεμβρίου 2012, ύστερα από πολύχρονη "πάλη" με τον καρκίνο.

______________

Χρόνης Μίσσιος, "Η ζωή μας μια φορά μας δίνεται..."

Θυμόμαστε τον Χρόνη Μίσσιο και είμαστε μαζί του "κόντρα σε αυτήν την κωλοεφεύρεση που τη λένε ρολόι"
Το Περιοδικό - ΑΝΘΡΩΠΟΙ, Κείμενα - 21/11/2014



Ο Χρόνης Μίσσιος, συγγραφέας, αντιστασιακός και αγωνιστής της Aριστεράς γεννήθηκε στην Καβάλα το 1930, από γονείς καπνεργάτες, και έζησε τα πρώτα παιδικά του χρόνια στα Ποταμούδια, μια γειτονιά γεμάτη πρόσφυγες, καπνεργάτες από τη Θάσο και παράνομους κομμουνιστές κυνηγημένους από τη δικτατορία του Μεταξά. Κατά τη διάρκεια της δικτατορίας , η οικογένειά του καταφεύγει στη Θεσσαλονίκη και ο Μίσσιος δουλεύει μικροπωλητής στο λιμάνι.

Στματάει το σχολείο στη δεύτερη τάξη του δημοτικού, λόγω οικονομικής ανέχειας. Λίγο αργότερα στέλνεται από τον Ερυθρό Σταυρό στα Γιαννιτσά μαζί με άλλα παιδιά, για να γλιτώσουν την πείνα της Κατοχής. Εντάσσεται στην Εθνική Αντίσταση. Με την απελευθέρωση επιστρέφει στη Θεσσαλονίκη και οργανώνεται στον Δημοκρατικό Στρατό Πόλεων. Το 1947 συλλαμβάνεται, βασανίζεται και καταδικάζεται σε θάνατο για τη συμμετοχή του στον ΔΣΕ.

Στη φυλακή θα ζήσει εννιά μήνες περιμένοντας κάθε πρωί να τον εκτελέσουν. Γλιτώνει τελικά τον θάνατο χάρη σ’ένα τυχαίο γεγονός. Φυλακίζεται ως το 1953 και από το 1962 ζει εξόριστος στη Μακρόνησο και τον Αϊ-Στράτη.Ένα μόνο “διάλειμμα” ελευθερίας, μεταξύ 1962 και 1967, τον βρίσκει στέλεχος της νεολαίας της ΕΔΑ, μέλος της πενταμελούς γραμματείας της Δ.Ν. Λαμπράκη και, στη συνέχεια, ιδρυτικό μέλος του ΠΑΜ. Στη φυλακή (Φυλακές Αβέρωφ, Κέρκυρας, Κορυδαλλού) πέρασε και το μεγαλύτερο διάστημα της επτάχρονης δικτατορίας. Εκεί ουσιαστικά έμαθε ανάγνωση και γραφή. Αποφυλακίζεται τον Αύγουστο του 1973 και μέχρι εκείνο το σημείο έχει περάσει το μεγαλύτερο μέρος της ζωής του σε φυλακές και εξορίες, ως πολιτικός κρατούμενος.

Με τη λογοτεχνία ασχολήθηκε σε μεγάλη ηλικία. Το πρώτο του βιβλίο “Καλά, εσύ σκοτώθηκες νωρίς…” (Γράμματα, 1985) τον καθιέρωσε από τους πρώτους μήνες της κυκλοφορίας του ως συγγραφέα στη συνείδηση κριτικής και κοινού.Ήταν ένα αυτοβιογραφικό κείμενο γραμμένο σε συνειρμική και λαϊκή γλώσσα που εντάσσεται στην παράδοση της απομνημονευματογραφίας, καθιερώθηκε από τους πρώτους μήνες της κυκλοφορίας του ως συγγραφέας στη συνείδηση κριτικής και κοινού. Μετέτρεψε την οδυνηρή πολιτική του εμπειρία σε ζωντανό λογοτεχνικό μύθο, καταγγέλλοντας τόσο τα βασανιστήρια και τους βασανιστές του όσο και την κομματική γραφειοκρατεία, τον συντηρητισμό και την αντεπαναστατικότητά της. Η αμεσότητα του προφορικού του λόγου, που προδίδει μια γνήσια λαϊκή αφήγηση, όπως και η γεμάτη εκπλήξεις πλοκή του, θα επιτρέψουν στον Μίσσιο να φιλοτεχνήσει μια μυθιστορηματική αυτοβιογραφία με έντονα αριστερό, πολιτικό λόγο.

Την ίδια ανταπόκριση βρήκε και το δεύτερο βιβλίο του “Χαμογέλα, ρε… τι σου ζητάνε;”(Γράμματα, 1988). Στα επόμενα βιβλία του ο Μίσσιος θα διατηρήσει τη θερμότητα των αισθημάτων και των ιδεών του, επιμένοντας στο μήνυμα και την ανάγκη για έναν ελεύθερο και δίκαιο κόσμο. Από το «Τα κεραμίδια στάζουν» (1991), μέχρι τα «Το κλειδί είναι κάτω από το γεράνι» (1996) και «Ντομάτα με γεύση μπανάνας» (2001). Ο Μίσσιος μέχρι τέλους δεν χάνει την αισιοδοξία και την πίστη του στις δημιουργικές δυνάμεις του ανθρώπου, στη δυνατότητά του να ζήσει συλλογικά, δημοκρατικά και ελεύθερα.

Τα τελευταία χρόνια ζούσε στο Καπανδρίτι, με την σύντροφό του Ρηνιώ και τα σκυλιά τους σε ένα αγροτόσπιτο μέχρι να αφήσει την τελευταία του πνοή χάνοντας τη μάχη με τον καρκίνο. Άφησε την τελευταία του πνοή σε ηλικία 82 ετών σε ιδιωτικό νοσηλευτήριο της Αθήνας, στις 20 Νοεμβρίου 2012, ενώ «πάλεψε» με τον καρκίνο αρκετά χρόνια.

*Το Περιοδικό για τη Διατάραξη της Κοινής Ησυχίας αναδημοσιεύει ένα από τα ωραιότεα αποσπάσματα του έργου του:






Η ζωή μας μια φορά μας δίνεται

Η ζωή μας μια φορά μάς δίνεται. Άπαξ, που λένε. Σαν μια μοναδική ευκαιρία. Τουλάχιστον, μ’αυτήν την αυτόνομη μορφή της, δεν πρόκειται να ξαναϋπάρξουμε ποτέ. Και μεις τί την κάνουμε, ρε; Αντί να τη ζήσουμε; Τί την κάνουμε; Την σέρνουμε από δω και από κει δολοφονώντας την…

Οργανωμένη κοινωνία, οργανωμένες ανθρώπινες σχέσεις.

Μα αφού είναι οργανωμένες, πώς είναι σχέσεις;

Σχέση σημαίνει συνάντηση, σημαίνει έκπληξη,σημαίνει γέννα συναισθήματος.

Πώς να οργανώσεις τα συναισθήματα;

Έτσι, μ” αυτήν την κωλοεφεύρεση που τη λένε ρολόι, σπρώχνουμε τις ώρες και τις μέρες μας, σα να είναι βάρος. Και μάς είναι βάρος. Γιατί δε ζούμε… κατάλαβες;

Όλο κοιτάμε το ρολόι! Να φύγει κι αυτή η ώρα, να φύγει κι αυτή η μέρα, να έρθει το αύριο, και πάλι φτου κι απ’την αρχή.

Χωρίσαμε τη μέρα σε πτώματα στιγμών, σε σκοτωμένες ώρες που θα τις θάβουμε μέσα μας, μέσα στις σπηλιές του είναι μας, στις σπηλιές όπου γεννιέται η ελευθερία της επιθυμίας, και τις μπαζώνουμε με όλων των ειδών τα σκατά και τα σκουπίδια που μας πασάρουν σαν «αξίες», σαν «ανάγκες», σαν «ηθική», σαν «πολιτισμό».

Κάναμε το σώμα μας ένα απέραντο νεκροταφείοδολοφονημένων επιθυμιών και προσδοκιών.

Αφήνουμε τα πιο σημαντικά, τα πιο ουσιαστικάπράγματα, όπως να παίξουμε και να κουβεντιάσουμε με τα παιδιά και τα ζώα, με τα λουλούδια και τα δέντρα, να παίξουμε και να χαρούμε μεταξύ μας, να κάνουμε έρωτα, να απολαύσουμε τη φύση, τις ομορφιές του ανθρώπινου χεριού και του πνεύματος, να κατεβούμε τρυφερά μέσα μας, να γνωρίσουμε τον εαυτό μας και το διπλανό μας…

Όλα, όλα Σαλονικιέ, τ” αφήσαμε, γι” αυτό το αύριο,που δεν θα “ρθει ποτέ…

Μόνο όταν ο θάνατος χτυπήσει κάποιο αγαπημένο μας πρόσωπο, πονάμε, γιατί συνήθως σκεφτόμαστε πως θέλαμε να του πούμε τόσα σημαντικά πράγματα, όπως:

Πόσο τον αγαπούσαμε, πόσο σημαντικός ήταν για μας.

Όμως, τ” αφήσαμε για αύριο.

Για να πάμε πού ρε Σαλονικιέ; Αφού ανατέλλει, δύει ο ήλιος, και δεν πάμε πουθενά αλλού παρά στο θάνατο.

Και μεις οι μαλάκες, αντί να κλαίμε το δειλινό, γιατί χάθηκε άλλη μια μέρα απ” τη ζωή μας, χαιρόμαστε!

Ξέρεις γιατί; Γιατί η μέρα μας είναι φορτωμένη με οδύνη, αντί να είναι μια περιπέτεια, μια σύγκρουση με τα όρια της ελευθερίας μας.

Την καταντήσαμε έναν καθημερινό -χωρίς καμιάελπίδα ανάστασης- θάνατο!

Διότι, αυτός είναι θάνατος!

Ο άλλος, όταν γεράσουμε σε αρμονία και ελευθερία με τον εαυτό μας, όταν δηλαδή παραμείνουμε εμείς, δεν είναι θάνατος. Είναι μετάβαση.

Είναι διάσπαση σε μύριες άλλες ζωές, στις οποίες,αν εδώ σε τούτη τη μορφή ζωής είσαι ζωντανός, αν δεν δολοφονήσεις την ουσία σου, εκεί, θα δώσεις χάρη κι ομορφιά, όπως η Μαρία, που φούνταρε προχτές από την ταράτσα για να μην πεθάνει…

Ήρθανε να την πάρουνε, και η Μαρία, είπε το «όχι», με τον πιο αμετάκλητο τρόπο.

Πήγαμε στην κηδεία της. Και τί άκουσα τον παππά να λέει;

«Χοῦς εἶ, καὶ εἰς χοῦν ἀπελεύσει»…

Και τότε κατάλαβα, πως η Μαρία σώθηκε.

Του χρόνου, όλα τα στοιχεία της, που τα κράτησε ζωντανά σε τούτη τη μορφή ζωής, θα γίνουν πανσέδες, δέντρα, πουλιά, ποτάμια… -

* * * *




Η ζωή μας μια φορά μας δίνεται Χρόνης Μίσσιος

ΧΡΟΝΗΣ ΜΙΣΣΙΟΣ: Έχει λιομάζωμα, και θέλει χέρια!




03/12/2012

Λίγες ώρες μετά τον θάνατο του Χρόνη Μίσσιου, ο Γιάννης Παπανικολάου μάζεψε από το διαδίκτυο μηνύματα που απευθύνονταν στον συγγραφέα. Σε μεγάλο μέρος τους πρόκειται για επιλεγμένα από τους αναγνώστες του κείμενα και σχόλια πάνω σε αυτά. Όπως σημειώνει ο Γιάννης, κάποια από αυτά τα είχε δει φέτος το Πάσχα, χαμογελούσε… συγκινήθηκε.
Ο τίτλος είναι από ένα μήνυμα που στάλθηκε από τον Σταύρο Νταρίδη μετά την αναγγελία του θανάτου του και λέει «τώρα που φεύγεις έχει λιομάζωμα, παππού, και θέλει χέρια!».
«Πολλές φορές είναι γλυκύτερο να προσδοκάς τον έρωτα, παρά να τον ζεις. Κοίτα με πόση ομορφιά μάς πλούτισε η γνωριμία μας. Σου “δωσα το γάλα της ψυχής μου, μου “δωσες τον πόνο σου, αγάπη. Ένα πάρε-δώσε σε πεδία όπου οι άγνωστες επικοινωνίες ήταν κομμένες και μας ένωσαν τα αιώνια και άγνωστα. Εκείνοι οι γαλαξίες συναισθημάτων που κάθε φορά είναι παρθένα». Από «Το κλειδί είναι κάτω από το γεράνι», σελίδα 209.

Nikolas Eleftheriou μπορώ να καταλάβω ακριβώς τι εννοεί… μου αρέσει πολύ που το βλέπω γραμμένο…
Οι πολιτισμένοι άνθρωποι περπατάνε για άσκηση πια, όχι από ανάγκη εκεί που συζεί, που δένεται το κορμί με την πλάση. Αντί να σκύψεις να μυρίσεις ένα λουλούδι ή να σκαλίσεις τη γη, κάνεις επικύψεις σαν μαλάκας μέσα σ” ένα κουτί από μπετόν ή… τρέχεις πάνω σ” ένα σταματημένο ποδήλατο. Από «Το κλειδί είναι κάτω από το γεράνι», σελ. 7.
Babis Chalkidis Χρόνη είσαι απίστευτα πιστευτός!
Haritini Kyriakidou «Το κλειδί είναι κάτω απ” το γεράνι» το διάβασα στα 20 και θεωρώ ότι έχεις, Χρόνη, πνεύμα ελεύθερο κι αισιόδοξο που κανείς 20άρης δεν έχει…
Όμορφο, απλά όμορφο.

«Διαμέρισμα θέλαμε, βλέπεις: σαρκοφάγος – πού να σεργιανίσει ο νους;»
Από τα «Κεραμίδια στάζουν», σελ. 190.
«Και την ιστορία την πουτάνα έτσι τη γράφουνε, και οι αστοί και οι κομμουνιστές: οριζόντια, ισόπεδη. Μιλάνε για λαούς, μιλάνε για μάζες, κανένας απ‘ αυτούς δεν μπόρεσε ποτέ να νιώσει την ένταση, το πάθος, την κορύφωση και την πτώση κόσμων ολόκληρων σε ένα μονάχα 24ωρο από τη ζωή του επαναστάτη. Ξέρουν γράμματα, διαβάζουν, γράφουν και δεν κατάλαβαν ποτέ πως ο κάθε άνθρωπος είναι ένας κόσμος ολόκληρος, είναι μια ολόκληρη ιστορία… Δεν ξέρω, αλλά νομίζω πως όταν ο άνθρωπος ξανακαταχτήσει την ανθρωπιά του, όταν ξαναρχίσει να δημιουργεί ανθρώπινο πολιτισμό, να γράφει πια την ιστορία κάθετα, όχι για λαούς και μάζες, αλλά για τον Παύλο, για τη Ρηνιώ, για την Ελένη, για το μαστρο-Στέφανο… τότε μονάχα οι άνθρωποι θα ξέρουν τι κοστίζει η ιστορία, τι κοστίζει η συμμετοχή, τι θα πει η φράση ‘εκατό χιλιάδες νεκροί’ ή ‘βασανίζεται ένας άνθρωπος σε κάποια ασφάλεια’.»
Από το «Καλά, εσύ σκοτώθηκες νωρίς…»
Ελένη Σταυρακάκη Πόσο ανακουφίζομαι που υπάρχεις, σ’ ευχαριστώ…!!!
Κι εγώ, κρεμασμένος στην ανάγκη μιας άλλης λέξης που περιμένω -αφού τα χέρια μου τέλειωσαν- θα κρατιέμαι με τα δόντια για να μην πέσω στα ανοιχτά σαγόνια… μιας απελπιστικά οργανωμένης ομοιότητας…
Από τα «Κεραμίδια στάζουν», σελ. 195.
«Θα “θελα ο έρωτάς μας να πεθάνει από γηρατειά, όχι από ατύχημα πρωινού, ζήλειας, συζυγικής στέγης, μοιχείας… Τότε θα “ταν ο θάνατος ενός ολόκληρου κόσμου, αφού πρόωρα θα μας στερούσε από λέξεις χαϊδευτικές, από χειρονομίες βαθιές στην άγνωστη γλύκα του κορμιού μας, από καμπύλες, από κοίλα, από τόξα, από πτυχώσεις βαθιές, γεμάτες οσμές περιπέτειας και αγνώστου, από εναγώνιες εκκλήσεις, επικλήσεις, επιστολές, από τρυφερές αναμονές και αιώνιες φωτογραφίες σε τρυφερές στάσεις… Μα είπαμε, ο έρωτας που μένει μέσα μας είναι ταξιδευτής. Δεν εξαντλεί το τοπίο…»
Από τα «Κεραμίδια στάζουν», σελ. 160.
«Κανένας κριτικός τέχνης δεν κατάλαβε πως ο Λεονάρντο Ντα Βίντσι, μ” αυτό το χαμόγελο της δυσκοίλιας νοικοκυράς, ήθελε να καταγγείλει την υποταγή της γυναίκας στους φαλλοκράτες, σ” αυτή την πουτάνα την πατριαρχία, που όχι μονάχα έκανε τον έρωτα τεκνοποίηση, αλλά αποστέρησε από την εξέλιξη της ανθρωπότητας τη συμβολή του πιο άγιου πλάσματος της φύσης, του θηλυκού: μήτρα ζωής, τρυφερότητας κι αγάπης, παιδεία ζωής. Ξεχάσανε πως οι άντρες είναι τα παιδιά των γυναικών…»
Από τα «Κεραμίδια στάζουν», σελ. 141, 142.
«Το κακό είναι ότι το προϊόν ‘άνθρωπος’ γίνεται ολοένα και μη ανακυκλώσιμο στη φύση. Συνεπώς, όσο το νόημα της ζωής μας θα αρχίζει και θα εξαντλείται στον άνθρωπο, ο συναισθηματικός του κόσμος θα μετατρέπεται σε προϊόν…»
Από τα «Κεραμίδια στάζουν», σελ. 127.
Andreas Evlavis Δυστυχώς πέρα από το ότι γίνεται μη ανακυκλώσιμος με την προκλητική του συμπεριφορά απέναντι στη ΦΥΣΗ, ευθύνεται για όλα όσα φοβερά βιώνουμε καθημερινά !!! μέσα σε λιγότερο από 200 χρόνια ο άνθρωπος κατάφερε να ανατρέψει την ισορροπία εκατομμυρίων χρόνων…
«Ποιος θα μας προστατέψει από την ενοχή, τον πόνο, τη ζήλεια, από τη μοναξιά;
Κανείς. Απλώς να καταλάβουμε ότι αυτά τα συναισθήματα είναι η ζωή, όταν σαν αντίτιμο έχουν τη χαρά, τη δημιουργία, την απόλαυση, την αποπλάνηση… Αλλιώς, ποια δυνατότητα διάκρισης θα είχαμε; Η ισότητα των συναισθημάτων είναι ο θάνατός τους.»
Από τα «Κεραμίδια στάζουν», σελ. 126.
«Ζωή χωρίς αμαρτία είναι ζωή… εν τάφω. Γιατί η αμαρτία είναι ο μπούσουλας, η μουσούδα της ζωής που ψάχνει να βρει την έκπληξη, την περιπέτεια της χαράς και της αγάπης, κι ύστερα, σαν δεν υπάρξει η αμαρτία, πώς θα υπάρξει η γλυκιά συγχώρεση;
Η μεγαλύτερη αμαρτία είναι να μην κάνεις αμαρτία στη ζωή σου, να μην κοσμήσεις την πλάση με τις κρυφές επιθυμίες και τα μεράκια σου. Δεν υπάρχει αμαρτία, μόνο ύβρις υπάρχει, κι απ” αυτήν είναι αβάσταχτα φορτωμένη η κάθε μέρα του ανθρώπου».
Από το «Κλειδί είναι κάτω από το γεράνι», σελ. 49.
«Όταν ήμασταν ακόμα στα κελιά των μελλοθανάτων, στο Γεντί Κουλέ, εγώ με το Βαριά μέναμε στο τέταρτο κελί… Κάθε βράδυ εκείνο το ‘γεια σας, αδέρφια’ σου “σφιγγε την καρδιά στη μέγγενη και το πρωί στη θέση του συντρόφου σου έβλεπες ένα μπογαλάκι ρούχα. Τόσο έρημα, τόσο μόνα… Δεν υπάρχει πιο πικρή, πιο αδυσώπητη μοναξιά απ” αυτόν το μικρό σωρό ρούχων και αντικειμένων του εκτελεσμένου μπροστά στην πόρτα της φυλακής… Αυτήν την εικόνα θα την κουβαλάω για πολλά χρόνια στους εφιάλτες μου…»
Από το «Καλά, εσύ σκοτώθηκες νωρίς».
«Τι πανηγύρι ζωής ανθίζει κάθε μέρα στο μονοπάτι σου, ήλιε μου, και πόσο εύκολα, ασυλλόγιστα και επικίνδυνα για την υπόλοιπη ζωή μας σπαταλάμε τη μέρα μας!»
Από «Το κλειδί είναι κάτω από το γεράνι», σελ. 269.
Dominiki Peftitseli Χαμογέλα ρε… τι σου ζητάνε??? …ποοολύ μου άρεσε!
Δε μπορούσα να το σταματήσω, γιατί ήταν σα να μην υπήρχε τελεία πουθενά!!!
«Κι αυτό βέβαια δεν έχει καμιά σχέση με τους πολιτικούς και τις εξουσίες που ισχυρίζονται πως είναι κομμουνιστές. Είναι προσωπική μου υπόθεση, καταλάβατε; Για μένα, κομμουνισμός είναι η ευτοπία, η ηπιότητα, το χαμόγελο, ο έρωτας, η χαρά, η αρμονία, η απελευθέρωση του πάθους και των αισθήσεων. Ναι, προσπαθώ να γίνω κομμουνιστής. Δε ζητώ καμιά περιουσία, παρά μόνο αυτήν της ύπαρξής μου, να βιώσω. Δεν έχω άλλη λέξη, δυστυχώς. Βλέπετε, οι λέξεις ζούνε περισσότερο από τις ιδεολογίες. Μένουν πίσω, όπως εραστές που δεν έφτασαν ποτέ σε οργασμό. Το ξέρω πως είναι δύσκολο, ώστε για το μόνο που φοβάμαι το θάνατο, είναι μη και δεν προλάβω να φτάσω τη στιγμή που θα νιώσω μέσα στον κόσμο γυμνός, λεύτερος και καλός, έτσι όπως με συνέλαβε στη σπαραγμένη από τον έρωτα μήτρα της η μάνα μου, πριν ακόμα με φορτώσει με τις δουλείες της κοινωνικής της ύπαρξης...»
Από τα «Κεραμίδια στάζουν», σελ. 21-22.

AndreasPan. ΔΑΣΚΑΛΟΣ!! μέσα στο καλοκαίρι κατάφερα και διάβασα 2 βιβλία του και τώρα ξεκινώ το τρίτο!! Μακάρι να μας τον μάθαιναν από το δημοτικό!
StellinaDedi Καλοκαίρι, μεσημέρι, ο ήχος από το τραγούδι των τζιτζικιών και εγώ κάτω από ένα πεύκο να διαβάζω «Το κλειδί είναι κάτω από το γεράνι»! εκείνο το μεσημέρι ήταν ένα από τα πιο όμορφα των καλοκαιριών της ζωής μου!
«Δεν λυπάμαι που πεθαίνω. Για το μόνο πράγμα που λυπάμαι είναι ότι πεθαίνω μετά το θάνατο του ονείρου» γράφει ο Χρόνης Μίσσιος λίγο πριν από το τέλος του «Καλά, εσύ σκοτώθηκες νωρίς».

«Υπάρχουν οπαδοί, υπάρχουν υποτελείς, αλλά δεν υπάρχουν πολίτες» Xρόνης Μίσσιος.
Βίκυ Σπηλιοπούλου αρχίζω να πιστεύω ότι έχεις δίκιο και φοβάμαι…
SteliosAnagnostopoulos Μεγάλωσα με τον Μίσσιο. Τον διάβασα, τον (πιστεύω) κατανόησα. Είδα αυτό που λέμε Άνθρωπο. Αυτό που επιδιώκουμε να γίνουμε κάθε μέρα ανεπιτυχώς. Θυμάμαι μια φορά στον στρατό, εκτελούσα χρέη θαλαμοφύλακα και ξαναδιάβαζα το «Καλά, εσύ σκοτώθηκες νωρίς». Έρχεται ένας καραβανάς, το βλέπει (για να είμαι πιο ακριβής είδε την φωτογραφία του Μίσσιου στο οπισθόφυλλο) και άρχισε τα εμφυλιακά του σχολιάκια… Όπως και να “χει με γαλούχησε πολιτικά. Να είναι πάντα καλά.
ΓΙΩΡΓΟΣ ΛΟΥΠΑΣ Το «Καλά, εσύ σκοτώθηκες νωρίς» μάς ξυπνά συγκινήσεις, σ” εμένα τουλάχιστον… πρέπει να το διάβασα πάνω από τριάντα φορές!
Tzermias Konstantinos ΟΤΑΝ ΔΙΑΒΑΣΑ ΤΟ «ΚΑΛΑ…ΕΣΥ ΣΚΟΤΩΘΗΚΕΣ ΝΩΡΙΣ» ΕΜΑΘΑ ΑΥΤΑ ΠΟΥ ΛΕΣ, ΑΛΛΑ ΚΑΙ ΤΟ «ΠΩΣ» ΤΑ ΛΕΣ. ΣΗΜΑΝΤΙΚΗ ΣΤΙΓΜΗ ΣΤΑ 25 ΜΟΥ Η ΣΥΝΑΝΤΗΣΗ ΜΕ ΤΟ ΕΡΓΟ ΣΟΥ. ΣΤΑΥΡΟΔΡΟΜΙ.
Sarantis DontisΚύριε Χρόνη, διάβασα το «Καλά, εσύ σκοτώθηκες νωρίς» πριν από 26-27 χρόνια, δεν θυμάμαι ακριβώς, όταν το είδα στο σπίτι ενός φίλου του πατέρα μου. Το αγόρασα για να το έχω και εγώ στη βιβλιοθήκη μου και αργότερα διάβασα και άλλα βιβλία σας. Είναι όλα συγκλονιστικά. Όμως το πρώτο σας βιβλίο θα μείνει χαραγμένο για πάντα…
Κλημης Αγαπογλου Κύριε Χρόνη χαίρομαι πολύ που μου δίνεται η ευκαιρία, έστω και με αυτό τον τρόπο, να επικοινωνήσω μαζί σας. Τα βιβλία σας το ένα μετά το άλλο αποτέλεσαν, για την κοιμισμένη μου συνείδηση, ένα δυνατό ξυπνητήρι που σε βάζει μπροστά στον πρωινό ήλιο με τα χρώματα και αρώματα του και εκεί μένεις πάντα έκθαμβος. Σας ευχαριστώ για ό,τι κάνατε για μένα, σας θαυμάζω απεριόριστα.
Andreas Kammenos Δε συμφωνώ πολιτικά μαζί σου, τα βιβλία σου όμως στάθηκαν πολλές φορές φάροι στο δρόμο που πορεύτηκα. Σ” ευχαριστώ!

«Μόνο όταν ο θάνατος χτυπήσει κάποιο αγαπημένο μας πρόσωπο πονάμε, γιατί συνήθως σκεφτόμαστε πως θέλαμε να του πούμε τόσα σημαντικά πράγματα, όπως πόσο τον αγαπούσαμε, πόσο σημαντικός ήταν για εμάς… Όμως το αφήσαμε για αύριο… Για να πάμε πού; Αφού ανατέλλει, δύει ο ήλιος και δεν πάμε πουθενά αλλού, παρά μόνο στο θάνατο, και μεις οι μαλάκες, αντί να κλαίμε το δειλινό που χάθηκε άλλη μια μέρα απ” τη ζωή μας, χαιρόμαστε. Ξέρεις γιατί; Γιατί η μέρα μας είναι φορτωμένη με οδύνη, αντί να είναι μια περιπέτεια, μια σύγκρουση με τα όρια της ελευθερίας μας. Την καταντήσαμε έναν καθημερινό, χωρίς καμία ελπίδα ανάστασης, θάνατο, διότι αυτός είναι ο θάνατος. Ο άλλος, όταν γεράσουμε σε αρμονία και ελευθερία με τον εαυτό μας, όταν δηλαδή παραμείνουμε εμείς, δεν είναι θάνατος, είναι μετάβαση, είναι διάσπαση σε μύριες άλλες ζωές, στις οποίες, αν εδώ, σε τούτη τη μορφή ζωής είσαι ζωντανός, αν δε δολοφονήσεις την ουσία σου, εκεί θα δώσεις χάρη και ομορφιά, όπως η Μαρία που φούνταρε προχτές από την ταράτσα για να μην πεθάνει. Ήρθανε να την πάρουν και η Μαρία είπε το όχι με τον πιο αμετάκλητο τρόπο. Πήγαμε στην κηδεία της και τι άκουσα τον παπά να λέει: «Χους ει και εις χουν απελεύσει». Και τότε κατάλαβα πως η Μαρία σώθηκε. Του χρόνου, όλα τα στοιχεία της, που τα κράτησε ζωντανά σε τούτη τη μορφή ζωής, θα γίνουν πανσέδες, δέντρα, πουλιά, ποτάμια …»


Χρόνης Μίσσιος, «Χαμογέλα, ρε… Τι σου ζητάνε;»

Πέθανε σε ηλικία 82 ετών ο συγγραφέας Χρόνης Μίσσιος

Η κηδεία του έγινε το μεσημέρι της Τετάρτης στο Μικροχώρι Καπανδριτίου

Ο συγγραφέας των αφηγημάτων «Καλά, εσύ σκοτώθηκες νωρίς» και «Χαμογέλα, ρε... Τι σου ζητάνε;» Χρόνης Μίσσιος άφησε την τελευταία του πνοή το πρωί της Τρίτης 20 Νοεμβρίου, χάνοντας τη μάχη με τον καρκίνο. Ήταν 82 ετών.
Γεννημένος στην Καβάλα το 1930, μετακόμισε με την οικογένειά του στη Θεσσαλονίκη σε ηλικία έξι ετών, λόγω πολιτικών διώξεων. Οργανώθηκε νωρίς στην Αριστερά και στην περίοδο της Κατοχής πήρε μέρος στην Αντίσταση. Το 1947 συνελήφθη και καταδικάστηκε σε θάνατο και ακολούθως βρέθηκε σε στρατόπεδα συγκέντρωσης μέχρι το 1962. 

Με την απελευθέρωσή του οργανώθηκε στη Δημοκρατική Νεολαία Λαμπράκη, στην οποία υπήρξε στέλεχος. Συνιδρυτής του ΠΑΜ μετά το στρατιωτικό πραξικόπημα του 1967, συνελήφθη και φυλακίστηκε μέχρι το 1973.
Το πρώτο λογοτεχνικό κείμενο που εξέδωσε ήταν το αφήγημα Καλά, εσύ σκοτώθηκες νωρίς (1985). Ακολούθησε το αυτοβιογραφικό πεζογράφημα Χαμογέλα, ρε... Τι σου ζητάνε;(1988) και τα μυθιστορήματα Τα κεραμίδια στάζουν (1991), Το κλειδί είναι κάτω από το γεράνι (1996), Ντομάτα με γεύση μπανάνας (2001).
Οι έξυπνοι διάλογοι, το χιούμορ, η ζωηρή αφήγηση και ο αυτοβιογραφικός χαρακτήρας των κειμένων του, στα οποία αποτυπώνεται η μεταπολεμική και μεταπολιτευτική καθημερινότητα των απλών ανθρώπων, σε ένα κλίμα γλυκόπικρου νατουραλισμού, τον κατέστησαν δημοφιλή συγγραφέα στις δεκαετίες του 1980 και 1990. Τα τελευταία χρόνια ζούσε ως «κοσμοκαλόγερος» στο Καπανδρίτι.
Για τον θάνατο του Χρόνη Μίσσιου ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας κ. Κάρολος Παπούλιαςέστειλε το ακόλουθο συλλυπητήριο μήνυμα:
 «Ο θάνατος του Χρόνη Μίσσιου αποτελεί σημαντική απώλεια όχι μόνο για τον Ελληνικό πολιτισμό και τα Γράμματα, αλλά για την Ελλάδα. Υπήρξε αυθεντικός ιδεολόγος και δημιουργός, τίμιος αγωνιστής σε ταραγμένα χρόνια, ένας σεμνός άνθρωπος που δίδαξε –πρώτα απ’ όλα– με το παράδειγμα της ζωής του.  Η προσωπική του ηθική θα μας λείψει όσο και η σκέψη του. Εκφράζω τα βαθιά  μου συλλυπητήρια στους οικείους του».
Ο ΣΥΡΙΖΑ εξέδωσε την ακόλουθη ανακοίνωση:
«Στη ζωή του Χρόνη Μίσσιου αποτυπώνεται με τον πιο εύγλωττο τρόπο ένα μεγάλο μέρος της ιστορίας της Αριστεράς της πατρίδα μας.
Γιός καπνεργάτη, δεν μπόρεσε να τελειώσει το δημοτικό για οικονομικούς λόγους, εντάχθηκε στην Αντίσταση τα χρόνια της κατοχής, κυνηγήθηκε στην διάρκεια του εμφυλίου, ενώ φυλακίστηκε και κατά τη διάρκεια της Χούντας.
Ο μοναδικός αυθεντικός λαϊκός και ανθρώπινος τρόπος γραφής του και το ανοιχτό του πνεύμα, τον έκαναν αγαπητό όχι μόνο στον κόσμο της Αριστεράς αλλά και ευρύτερα.
Όσοι τον γνωρίσαμε από κοντά ή μέσα από τα βιβλία του, θα τον θυμόμαστε με συγκίνηση και θαυμασμό.

Η ΠΣΕ του ΣΥΡΙΖΑ εκφράζει τα θερμά της συλλυπητήρια στους δικούς του και σε όλους όσους τον αγάπησαν»


Για το θάνατο του Χρόνη Μίσσιου, ο πρόεδρος της Δημοκρατικής Αριστεράς κ. Φ. Κουβέλης, έκανε την ακόλουθη δήλωση:
«Ο  Χρόνης Μίσσιος υπήρξε ένας σημαντικός αγωνιστής της Αριστεράς. Συνεπής στους αγώνες του (Εθνική Αντίσταση, καταδίκη εις θάνατον, πολυετής φυλακή και εξορία), συνεπής και στον αντιδογματισμό και στην ελευθερία της σχέσης του με την Αριστερά. Αναθεωρώντας διαρκώς την αντίληψή του για την πολιτική και αναζητώντας τη σύγχρονη Αριστερά και τα προτάγματά της, στα χρόνια της Μεταπολίτευσης στράφηκε περισσότερο στον αγώνα για την προστασία του περιβάλλοντος, των δικαιωμάτων και των ελευθεριών. Στα βιβλία του αποτύπωσε την εποχή του και τη συμμετοχή του στο αριστερό κίνημα με την ίδια ευθύτητα και αντισυμβατικότητα που χαρακτήριζε την πολιτική του διαδρομή. 
Εκφράζω τη βαθιά μου θλίψη για την απώλεια του Χρόνη Μίσσιου και τα συλλυπητήριά μου στους οικείους του».
Η κηδεία του Χρόνη Μίσσιου έγινε το μεσημέρι της Τετάρτης στο Μικροχώρι Καπανδριτίου

EΦΗΜΕΡΙΔΑ "ΤΟ ΒΗΜΑ" 
http://www.tovima.gr/culture/article/?aid=484729&h1=true#commentForm

ΒΙΒΛΙΑ ΤΟΥ ΧΡΟΝΗ ΜΙΣΣΙΟΥ στη Βιβλιοnet




Συλλογικό έργο. Παλίμψηστο Καβάλας : Ανθολόγιο μεταπολεμικών λογοτεχνικών κειμένων / ανθολόγηση Ευριπίδης Γαραντούδης, Μαίρη Μικέ · επιμέλεια Ευριπίδης Γαραντούδης, Μαίρη Μικέ · κείμενα Συλλογικό έργο, Διαμαντής Αξιώτης, Γιάννης Ατζακάς, Νίκος Βασιλειάδης,Βασίλης Βασιλικός, Γιάννης Γαϊτάνος, Θεόδωρος Γρηγοριάδης, Θεόφιλος Ελευθεριάδης,Μανίνα Ζουμπουλάκη, Ι. Δ. Ιωαννίδης, Αντώνης Κούφαλης, Κωνσταντίνος Κούφαλης,Πρόδρομος Χ. Μάρκογλου, Χρόνης Μίσσιος, Η. Χ. Παπαδημητρακόπουλος, Φώτης Πρασίνης,Κοσμάς Χαρπαντίδης, Γιώργος Χειμωνάς, Τάκης Γραμμένος, Γιάννης Δάλλας, Κώστας Καναβούρης, Χρήστος Κεραμίδης, Μαρία Κυρτζάκη, Δημήτρης Λέντζης, Δημήτρης Λεοντζάκος, Χάρης Μιχαλόπουλος, Λευτέρης Ξανθόπουλος, Γ. Ξ. Στογιαννίδης, Γεωργία Τριανταφυλλίδου. - 1η έκδ. - Αθήνα : Εκδόσεις Καστανιώτη, 2009. - 301σ. · 24x17εκ.

Εισαγωγή: Ευριπίδης Γαραντούδης, Μαίρη Μικέ.
Περιέχει βιβλιογραφία
ISBN 978-960-03-4865-1 (Μαλακό εξώφυλλο) [Κυκλοφορεί]
€ 21,30 (Τελ. ενημ: 9/3/2009) · Η τιμή περιλαμβάνει Φ.Π.A. 6,5%.

Νεοελληνική λογοτεχνία - Συλλογές [DDC: 889.8]
Νεοελληνική ποίηση - Συλλογές [DDC: 889.100 8]
Νεοελληνική λογοτεχνία - Ερμηνεία και κριτική [DDC: 889.09]

~~~~~~~~~~~

Μίσσιος, Χρόνης, 1930-2012. Ο Χρόνης Μίσσιος διαβάζει Χρόνη Μίσσιο [CD-Audio] / Χρόνης Μίσσιος · αφήγηση Χρόνης Μίσσιος · μουσική σύνθεση Βαγγέλης Μπόντας. - 1η έκδ. - Αθήνα :Bond-us music, 2009. - 50σ. · 19x14εκ. - (Λόγου Χάριν· Λογοτεχνία)

Περιέχει: Βιβλιαράκι.
ISBN 978-960-89634-5-0 (Μαλακό εξώφυλλο) [Κυκλοφορεί - Εκκρεμής εγγραφή]
€ 16,34 (Τελ. ενημ: 12/2/2009) · Η τιμή περιλαμβάνει Φ.Π.A. 23%.
Νεοελληνική πεζογραφία [DDC: 889.3]
~~~~~~~~~~~

Συλλογικό έργο. Βόλος: Μια πόλη στη λογοτεχνία / επιμέλεια Κώστας Ακρίβος · επιμέλεια σειράςΚώστας Ακρίβος · κείμενα Συλλογικό έργο, Βασίλης Βασιλικός, Γιώργος Σεφέρης, Ανδρέας Καρκαβίτσας, Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης, Κώστας Ουράνης, Κίτσος Μακρής, Ευγενία Φακίνου, Γιώργος Σκαμπαρδώνης, Κική Δημουλά, Δημήτρης Χατζής, Ηλίας Λεφούσης, Χρόνης Μίσσιος, Στράτης Μυριβήλης, Φίλιππος Δρακονταειδής, Θανάσης Βαλτινός, Θανάσης Κ. Κωσταβάρας, Κώστας Ακρίβος, Μιχαήλ Μήτρας, Θανάσης Νιάρχος, Μένης Κουμανταρέας,Μάρω Δούκα, Νίκος Καββαδίας, κ.ά. - 1η έκδ. - Αθήνα : Μεταίχμιο, 2001. - 221σ. · 22x16εκ. - (Μια Πόλη στη Λογοτεχνία · 2)
ISBN 960-375-237-1, ISBN-13 978-960-375-237-0 (Μαλακό εξώφυλλο) [Έχει αποσυρθεί από την κυκλοφορία]
€ 15,79 · Η τιμή περιλαμβάνει Φ.Π.A. 6,5%.
Λογοτεχνία - Συλλογές [DDC: 808.8]
Νεοελληνική λογοτεχνία - Συλλογές [DDC: 889.8]

~~~~~~~~~~~

Μίσσιος, Χρόνης, 1930-2012. Ντομάτα με γεύση μπανάνας / Χρόνης Μίσσιος. - Αθήνα :Γράμματα, 2001. - 223σ. · 21x14εκ.
ISBN 960-329-298-2, ISBN-13 978-960-329-298-2 (Μαλακό εξώφυλλο) [Κυκλοφορεί]
€ 11,73 · Η τιμή περιλαμβάνει Φ.Π.A. 6,5%.
Νεοελληνική πεζογραφία - Μυθιστόρημα [DDC: 889.3]

~~~~~~~~~~~

Μίσσιος, Χρόνης, 1930-2012. Το κλειδί είναι κάτω από το γεράνι / Χρόνης Μίσσιος. - Αθήνα :Γράμματα, 1996. - 318σ. · 21x14εκ.
ISBN 960-329-244-3, ISBN-13 978-960-329-244-9 (Μαλακό εξώφυλλο) [Κυκλοφορεί - Εκκρεμής εγγραφή]
€ 13,50 (Τελ. ενημ: 6/3/2012) · Η τιμή περιλαμβάνει Φ.Π.A. 6,5%.
Νεοελληνική πεζογραφία - Μυθιστόρημα [DDC: 889.3]
~~~~~~~~~~~

Μίσσιος, Χρόνης, 1930-2012. Τα κεραμίδια στάζουν / Χρόνης Μίσσιος. - Αθήνα : Γράμματα, 1991. - 214σ. · 21x14εκ. - (Λογοτεχνία · 200)
ISBN 960-329-032-7, ISBN-13 978-960-329-032-2 (Μαλακό εξώφυλλο) [Κυκλοφορεί]
€ 9,69 · Η τιμή περιλαμβάνει Φ.Π.A. 6,5%.
Νεοελληνική πεζογραφία - Μυθιστόρημα [DDC: 889.3]

~~~~~~~~~~~

Μίσσιος, Χρόνης, 1930-2012. Χαμογέλα, ρε... τι σου ζητάνε; / Χρόνης Μίσσιος. - Αθήνα :Γράμματα, 1988. - 223σ. · 21x14εκ.
ISBN 960-329-033-5, ISBN-13 978-960-329-033-9 (Μαλακό εξώφυλλο) [Κυκλοφορεί]
€ 9,69 · Η τιμή περιλαμβάνει Φ.Π.A. 6,5%.
Νεοελληνική πεζογραφία - Αφήγημα [DDC: 889.3]

~~~~~~~~~~~

Μίσσιος, Χρόνης, 1930-2012. Καλά, εσύ σκοτώθηκες νωρίς / Χρόνης Μίσσιος. - 1η έκδ. - Αθήνα : Γράμματα, 1985. - 221σ. · 21x14εκ.
ISBN 960-329-043-2, ISBN-13 978-960-329-043-8 (Μαλακό εξώφυλλο) [Κυκλοφορεί]
€ 9,69 · Η τιμή περιλαμβάνει Φ.Π.A. 6,5%.
Νεοελληνική πεζογραφία - Αφήγημα [DDC: 889.3]

~~~~~~~~~~~
http://www.biblionet.gr/author/43327


Χρόνης Μίσσιος, [1930-2012] - Έζησε εννιά μήνες περιμένοντας κάθε πρωί να τον εκτελέσουν και γλίτωσε τον θάνατο χάρη σ' ένα τυχαίο γεγονός.



Μίσσιος, Χρόνης, 1930-2012

Ο Χρόνης Μίσσιος γεννήθηκε στην Καβάλα το 1930, από γονείς καπνεργάτες, και έζησε τα πρώτα παιδικά του χρόνια στα Ποταμούδια, μια γειτονιά γεμάτη πρόσφυγες, καπνεργάτες από τη Θάσο και παράνομους κομμουνιστές κυνηγημένους από τη δικτατορία του Μεταξά. Αυτή την περίοδο, η οικογένειά του καταφεύγει στη Θεσσαλονίκη και ο Μίσσιος δουλεύει μικροπωλητής, με κασελάκι, στο λιμάνι. Το σχολείο το σταμάτησε στη δεύτερη τάξη του δημοτικού. Από τα Γιαννιτσά, όπου τον στέλνει ο Ερυθρός Σταυρός μαζί με άλλα παιδιά για να γλιτώσουν από την πείνα της Κατοχής, περνάει στους αντάρτες. 
Με την απελευθέρωση επιστρέφει στη Θεσσαλονίκη και οργανώνεται στον Δημοκρατικό Στρατό Πόλεων. Το 1947 συλλαμβάνεται, βασανίζεται και καταδικάζεται σε θάνατο. Έζησε εννιά μήνες περιμένοντας κάθε πρωί να τον εκτελέσουν και γλίτωσε τον θάνατο χάρη σ' ένα τυχαίο γεγονός. Έκτοτε, μέχρι και τον Αύγουστο του 1973 (αμνηστία του Παπαδόπουλου) περνάει το μεγαλύτερο μέρος της ζωής του σε φυλακές και εξορίες, ως πολιτικός κρατούμενος (Μακρονήσι, Άι- Στράτης, Αβέρωφ, Κέρκυρα, Κορυδαλλός, κ.ά.) Εκεί μαθαίνει ανάγνωση και γραφή. Ένα "διάλειμμα" ελευθερίας, μεταξύ 1962 και 1967, τον βρίσκει στέλεχος της νεολαίας της ΕΔΑ, μέλος της πενταμελούς γραμματείας της Δ.Ν. Λαμπράκη και, στη συνέχεια, ιδρυτικό μέλος του ΠΑΜ. Το πρώτο του βιβλίο "Καλά, εσύ σκοτώθηκες νωρίς... " (Γράμματα, 1985) τον καθιέρωσε από τους πρώτους μήνες της κυκλοφορίας του ως συγγραφέα στη συνείδηση κριτικής και κοινού. Την ίδια ανταπόκριση βρήκε και το δεύτερο βιβλίο του "Χαμογέλα ρε, τι σου ζητάνε;" (Γράμματα, 1988). "Κοσμοκαλόγερος", σαν τους ήρωες ορισμένων από τα βιβλία του. Έφυγε από τη ζωή στα 82 του χρόνια. Άφησε την τελευταία του πνοή σε ιδιωτικό νοσηλευτήριο της Αθήνας, στις 20 Νοεμβρίου 2012, ενώ "πάλεψε" με τον καρκίνο αρκετά χρόνια.

Τίτλοι στη βάση Βιβλιονέτ
(2009) Ο Χρόνης Μίσσιος διαβάζει Χρόνη Μίσσιο, Bond-us music [κείμενα, αφήγηση]
(2001) Ντομάτα με γεύση μπανάνας, Γράμματα
(1996) Το κλειδί είναι κάτω από το γεράνι, Γράμματα
(1991) Τα κεραμίδια στάζουν, Γράμματα
(1988) Χαμογέλα, ρε... τι σου ζητάνε;, Γράμματα
(1985) Καλά, εσύ σκοτώθηκες νωρίς, Γράμματα

Συμμετοχή σε συλλογικά έργα
(2009) Παλίμψηστο Καβάλας, Εκδόσεις Καστανιώτη
(2001) Βόλος: Μια πόλη στη λογοτεχνία, Μεταίχμιο

http://www.biblionet.gr/author/43327